- υπερψηφίζω
- υπερψηφίζω, υπερψήφισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
υπερψηφίζω — Ν εγκρίνω με την ψήφο μου και μάλιστα με μεγάλη πλειοψηφία («υπερψηφίστηκε η πρόταση τού προέδρου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + ψηφίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
υπερψηφίζω — υπερψήφισα, υπερψηφίστηκα, υπερψηφισμένος, δίνω ψήφο εγκριτική, αποφαίνομαι υπέρ κάποιου, αποδέχομαι: Υπερψηφίστηκε το νομοσχέδιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek
υπερψήφιση — η, Ν έγκριση με ψηφοφορία και μάλιστα μεγάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερψηφίζω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερψήφισις, μαρτυρείται από το 1889 στον Εμ. Σ. Λυκούδη] … Dictionary of Greek
ψηφίζω — ΝΜΑ [ψήφος] νεοελλ. εκλέγω, αναδεικνύω κάποιον, στα πλαίσια εκλογικής αναμέτρησης (α. «τόν ψήφισαν και πάλι δήμαρχο» β. «ο λαός ψήφισε τους συντηρητικούς») νεοελλ. αρχ. (στην αρχ. το μέσ. ψηφίζομαι) 1. (γενικά) εκφράζω τη γνώμη μου με την ψήφο… … Dictionary of Greek